Псуватись στα ελληνικά

Μετάφραση: псуватись, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλάπτω, ζημιά, βλάβη, ξινή, ξινό, ξινά, κρέμα, όξινη
Псуватись στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блеф στα ελληνικά - μπλόφα, Bluff, του Bluff, μπλόφας, το Bluff
  • зловтішний στα ελληνικά - εμπαθής, κακεντρεχής, μοχθηρός, πεισματάρης, κακός, μοχθηρό
  • корінець στα ελληνικά - αγκάθι, πίσω, πλάτη, πίσω μέρος, άμυνα, back
  • марафонський στα ελληνικά - μαραθώνιο, μαραθώνιος, Μαραθώνα, Marathon, μαραθωνίου
Τυχαίες λέξεις
Псуватись στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλάπτω, ζημιά, βλάβη, ξινή, ξινό, ξινά, κρέμα, όξινη