Пхикання στα ελληνικά
Μετάφραση: пхикання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραβώ, τράβηγμα, κλαψούρισμα, whimper, κλαψουρίζω, κλαυθμυρίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безкрайній στα ελληνικά - απεριόριστος, απεριόριστες, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστης
- вітати στα ελληνικά - επιδοκιμάζω, συγχαίρω, επικροτώ, επευφημώ, καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, ευπρόσδεκτη, ...
- давитися στα ελληνικά - πιέτα, πτυχή, πτύσσω, χώνω, εμφράκτης, τσοκ, πνίξει, ...
- заполонювати στα ελληνικά - σαγηνεύω, ξελογιάζω, γοητεύω, μαυλίζω, αποπλανώ, αιχμαλωτίσει, αιχμαλωτίσουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Пхикання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραβώ, τράβηγμα, κλαψούρισμα, whimper, κλαψουρίζω, κλαυθμυρίζω
Μεταφράσεις: τραβώ, τράβηγμα, κλαψούρισμα, whimper, κλαψουρίζω, κλαυθμυρίζω