Підозрівати στα ελληνικά

Μετάφραση: підозрівати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποπτεύομαι, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Підозрівати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • амбразура στα ελληνικά - πολεμίστρα, κενό, παραθυράκι, κενού, το κενό
  • атеїстичний στα ελληνικά - άθεος, αθεϊστική, αθεϊστικές, αθεϊστικών, αθεϊστικό
  • відтискати στα ελληνικά - απίθανος, vidtyskaty
  • ласт στα ελληνικά - κουπί, πτερύγια, πτερυγίων, τα πτερύγια, πτερυγίων του, των πτερυγίων
Τυχαίες λέξεις
Підозрівати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποπτεύομαι, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων