Підпорядкувати στα ελληνικά
Μετάφραση: підпорядкувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υφιστάμενος, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- використовувати στα ελληνικά - προλαμβάνω, αιτούμαι, προκαταλαμβάνω, εφαρμόζω, βάζω, χρήση, χρήσης, ...
- дивергентний στα ελληνικά - αποκλίνουσες, αποκλίνοντα, αποκλίνουσα, αποκλινουσών, αποκλινόντων
- кисть στα ελληνικά - μολύβι, βούρτσα, πινέλο, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
- манатки στα ελληνικά - τιμαλφή, περιουσία, κόλπα, τεχνάσματα, κόλπα για, τα τεχνάσματα, τρικ
Τυχαίες λέξεις
Підпорядкувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υφιστάμενος, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως
Μεταφράσεις: υφιστάμενος, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως