Розв'язаний στα ελληνικά

Μετάφραση: розв'язаний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασίζω, λύνω, διευθετώ, αποσυνδεδεμένη, μη συνδεδεμένης, μη συνδεδεμένη, μη συνδεδεμένης μη, μη συνδεδεμένης μη επιστρεπτέας
Розв'язаний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безпомічний στα ελληνικά - ανίκανος, ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
  • вдатися στα ελληνικά - ηχώ, θέρετρο, λύση, θερέτρου, θέρετρου, χιονοδρομικό
  • гімнастика στα ελληνικά - γυμναστική, στροφή, Γυμναστικής, τη γυμναστική, Γυμναστικά, η γυμναστική
  • злий στα ελληνικά - θυμωμένος, απελπισμένος, θλιβερός, βραχνός, ολέθριος, οργισμένος, άρρωστος, ...
Τυχαίες λέξεις
Розв'язаний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασίζω, λύνω, διευθετώ, αποσυνδεδεμένη, μη συνδεδεμένης, μη συνδεδεμένη, μη συνδεδεμένης μη, μη συνδεδεμένης μη επιστρεπτέας