Διευθετώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: διευθετώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розв'язний, розв'язаний, маршал
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διευθετώ
διευθετώ συνώνυμο, διευθετώ σημασια, διευθετώ συνώνυμα, διευθετώ μεταφραση, διευθετώ στα αγγλικά, διευθετώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διευθετώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διερωτώμαι στα ουκρανικά - вона, переможений, дивуватися, удивляются, дивуватися з, дивуватись
- διευθέτηση στα ουκρανικά - обрис, готування, план, переробка, конфігурація, угода, організовувати, ...
- διευθυντής στα ουκρανικά - управління, директор, директора
- διευθυντικός στα ουκρανικά - завідуючий, начальник, управлінський
Τυχαίες λέξεις
Διευθετώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розв'язний, розв'язаний, маршал
Μεταφράσεις: розв'язний, розв'язаний, маршал