Розривши στα ελληνικά

Μετάφραση: розривши, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άβυσσος, αναστάτωση, χάσμα, διακοπή, κενό, χάσματος, διάκενο, διαφορά
Розривши στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • газувати στα ελληνικά - αερίζω, εξαερίζω, αερισμό, τον αερισμό, αερίστε
  • зашифровувати στα ελληνικά - κρυπτογραφία, Cypher, με κωδικα, κωδικα, Σάιφερ
  • збавте στα ελληνικά - απορρίπτω, Μειώστε, Χαμηλώστε, χαμηλώσουμε, Ρύθμισε το θερμοστάτη
  • кореспондент στα ελληνικά - απεσταλμένος, ανταποκριτής, ανταποκριτή, ανταποκρίτρια, ανταποκριτριών, ανταποκριτών
Τυχαίες λέξεις
Розривши στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άβυσσος, αναστάτωση, χάσμα, διακοπή, κενό, χάσματος, διάκενο, διαφορά