Αναστάτωση στα ουκρανικά

Μετάφραση: αναστάτωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
метушитися, гармидер, розірвання, суєта, зруйнування, галас, розривши, дезинтеграця, метушня, порушення
Αναστάτωση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναστάτωση

αναστάτωση συνώνυμα, αναστάτωση μεταφραση, αναστάτωση στο άγιο όρος συνεχίζει να κουνιέται το καντήλι, αναστάτωση επικρατεί αυτή την ώρα στην αγία σοφίας, αναστάτωση από ιστοσελίδα που κλέβει καυτές φωτογραφίες, αναστάτωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναστάτωση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ανασκοπώ στα ουκρανικά - повернений, переходити, перейти
  • ανασκόπηση στα ουκρανικά - огляд, повернений, вишукування, оглядати, вивчити, вивчати, місяця
  • αναστέλλω στα ουκρανικά - розходитися, робити, підвішувати, підвісити, відстрочувати, відкладати, призупиняти, ...
  • αναστατώνω στα ουκρανικά - перекинений, падіння, катастрофа, пригнітити, хвилювати, хвилюватиме, турбувати, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναστάτωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: метушитися, гармидер, розірвання, суєта, зруйнування, галас, розривши, дезинтеграця, метушня, порушення