Смола στα ελληνικά
Μετάφραση: смола, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατράμι, ναύτης, πίσσα, ρητίνη, ρητίνης, της ρητίνης, ρητίνη που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вігвам στα ελληνικά - άγριος, καλύβη ερυθρώδερμου της Αμερικής, Wigwam, καλύβα ερυθρόδερμου, την Wigwam
- демпфер στα ελληνικά - καταρράκτης, ασπίδα, αποσβεστήρας, αποσβεστήρα, απόσβεσης, αμορτισέρ, κλαπέτο απομονώσεως
- епігон στα ελληνικά - επίγονο
- ламати στα ελληνικά - διακοπή, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, σπάσιμο
Τυχαίες λέξεις
Смола στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατράμι, ναύτης, πίσσα, ρητίνη, ρητίνης, της ρητίνης, ρητίνη που
Μεταφράσεις: κατράμι, ναύτης, πίσσα, ρητίνη, ρητίνης, της ρητίνης, ρητίνη που