Κατράμι στα ουκρανικά
Μετάφραση: κατράμι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дьоготь, смола, крок
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατράμι
κατράμι σημαίνει, κατράμι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κατράμι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κατοχή στα ουκρανικά - окупація, діяльність, заволодіння, володіння, фах, професія
- κατοχυρώνω στα ουκρανικά - мінливий, охорона, різноманітний, охороняти, гарантія, захищати, зміцнювати, ...
- κατρακυλώ στα ουκρανικά - упасти, впасти, падіння, падати, схил, висок, виска
- κατσάδα στα ουκρανικά - тирада, прочухан, жаровня, лайка, наганяй, прочухана, нагоняй, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατράμι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дьоготь, смола, крок
Μεταφράσεις: дьоготь, смола, крок