Сон στα ελληνικά
Μετάφραση: сон, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσίμπλα, κοιμάμαι, ονειρεύομαι, ύπνος, όνειρο, ονειρεύονται, το όνειρο, ονειρευόμαστε, ονειρευτείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- в'язання στα ελληνικά - πλέξιμο, πλεξίματος, το πλέξιμο, πλεκτών, πλέξης
- господині στα ελληνικά - δυσπιστία, οικοδέσποινα, αεροσυνοδός, αεροσυνοδό, hostess, οικοδέσποινας
- запах στα ελληνικά - ευωδιά, άρωμα, ευωδία, πόρτα, οσμή, μυρωδιά, μυρίζω, ...
- корінний στα ελληνικά - ιθαγενής, γηγενής, ντόπιος, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού
Τυχαίες λέξεις
Сон στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσίμπλα, κοιμάμαι, ονειρεύομαι, ύπνος, όνειρο, ονειρεύονται, το όνειρο, ονειρευόμαστε, ονειρευτείτε
Μεταφράσεις: τσίμπλα, κοιμάμαι, ονειρεύομαι, ύπνος, όνειρο, ονειρεύονται, το όνειρο, ονειρευόμαστε, ονειρευτείτε