Спекулятивний στα ελληνικά

Μετάφραση: спекулятивний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εικαστικός, κερδοσκοπικός, θεωρητικός, υποθετικός, κερδοσκοπικές, κερδοσκοπικών, κερδοσκοπική
Спекулятивний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взаємно στα ελληνικά - ανταποδίνω, αμοιβαία, αμοιβαίως, μεταξύ τους, κοινού, αμοιβαίας
  • густоти στα ελληνικά - πυκνότητα, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα
  • заварка στα ελληνικά - μαγειρεύω, ποτό, βράσιμο, βράζω, συγκόλληση, συγκόλλησης, συγκολλήσεως, ...
  • марнуйте στα ελληνικά - διασπαθίζω, καταδαπανώ, σπαταλώ, κατασπαταλώ, απόβλητα, τα απόβλητα, αποβλήτων, ...
Τυχαίες λέξεις
Спекулятивний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εικαστικός, κερδοσκοπικός, θεωρητικός, υποθετικός, κερδοσκοπικές, κερδοσκοπικών, κερδοσκοπική