Κερδοσκοπικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: κερδοσκοπικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
умоглядний, спекулятивний, ризиковий, ризикований, спекулятивне
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπικός
κερδοσκοπικός χαρακτήρας, μη κερδοσκοπικόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμα, κερδοσκοπικόσ οργανισμόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμο, κερδοσκοπικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κερδοσκοπικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κερδομανής στα ουκρανικά - жадний, жадної, жадною, скупої, скупій, схоплення, kerdomanis
- κερδοσκοπία στα ουκρανικά - теорія, гадка, припущення, спекуляція
- κερδοσκοπώ στα ουκρανικά - роздумувати, роздумайте, міркувати, спекулювати, спекулянт
- κερδοσκόπος στα ουκρανικά - спекулянт, біржовик, мислитель
Τυχαίες λέξεις
Κερδοσκοπικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: умоглядний, спекулятивний, ризиковий, ризикований, спекулятивне
Μεταφράσεις: умоглядний, спекулятивний, ризиковий, ризикований, спекулятивне