Стік στα ελληνικά

Μετάφραση: стік, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωρός, στοιβάδα, διέξοδος, ροή, ροής, ρέει, ρέουν, ρεύσει
Стік στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • військовий στα ελληνικά - χειρουργός, στρατιωτικός, στρατιωτική, στρατιωτικές, στρατιωτικών, στρατιωτικής
  • годуватися στα ελληνικά - ζω, υπάρχω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
  • гості στα ελληνικά - παρέα, θίασος, εταιρία, ομήγυρη, επισκέπτες, πελάτες, οι επισκέπτες, ...
  • жінкоподібний στα ελληνικά - θήλυ, θηλυκός, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά
Τυχαίες λέξεις
Стік στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωρός, στοιβάδα, διέξοδος, ροή, ροής, ρέει, ρέουν, ρεύσει