Διέξοδος στα ουκρανικά
Μετάφραση: διέξοδος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
устя, річище, жилкуватий, венозний, віддушина, стік, вихід, усті, венозна, русло, виходу
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέξοδος
διέξοδος μαρκόπουλο, διέξοδος από την κατάθλιψη, διέξοδος καστοριά, διέξοδος ταινια, διέξοδος in english, διέξοδος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διέξοδος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διέγερση στα ουκρανικά - порушення, збудження, подразнення, заохочення, зворушення, стимуляція
- διένεξη στα ουκρανικά - спір, посперечатися, сваритися, диспутувати, суперечка, суперечку, спор
- διέπω στα ουκρανικά - обумовлювати, визначати, направляти, володіти, diepo
- διήθηση στα ουκρανικά - фільтрація, фільтрування, Фільтрування, фільтрації
Τυχαίες λέξεις
Διέξοδος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: устя, річище, жилкуватий, венозний, віддушина, стік, вихід, усті, венозна, русло, виходу
Μεταφράσεις: устя, річище, жилкуватий, венозний, віддушина, стік, вихід, усті, венозна, русло, виходу