Танути στα ελληνικά
Μετάφραση: танути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιώνω, ξεπαγώνω, στέλεχος, μέλος, τήξης, τήξη, τήγματος, τήγμα, τήξεως
Μεταφράσεις
- античність στα ελληνικά - αρχαιότητα, την αρχαιότητα, αρχαιότητας, αρχαία
- графолог στα ελληνικά - γραφολόγος, γραφολόγο, διπλωματούχος γραφολόγος
- жалітися στα ελληνικά - τράβηγμα, παραπονιέμαι, διαμαρτύρονται, παραπονιούνται, παραπονούνται, προσάπτουν, παραπονεθεί
- касетна στα ελληνικά - κασέτα, κασέτας, Cassette, Κασετόφωνο, κασετών
Τυχαίες λέξεις
Танути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιώνω, ξεπαγώνω, στέλεχος, μέλος, τήξης, τήξη, τήγματος, τήγμα, τήξεως
Μεταφράσεις: λιώνω, ξεπαγώνω, στέλεχος, μέλος, τήξης, τήξη, τήγματος, τήγμα, τήξεως