Твердість στα ελληνικά
Μετάφραση: твердість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γρανίτης, ατσαλένιος, ρώμη, ουσία, χάλυβας, ατσάλι, σκληρότητα, σκληρότητας, σκληρότητας του, σκληρότητα του, η σκληρότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- делегування στα ελληνικά - αντιπροσωπεία, αντιπροσωπείας, αντιπροσωπία, αντιπροσωπεία του, αντιπροσωπεία της
- диферент στα ελληνικά - διαφορετικός, τελειώματα, κόψτε, στα τελειώματα, περικόψετε, διαγωγής
- збиток στα ελληνικά - μειονέκτημα, ζημιά, βλάπτω, βλάβη, απώλεια, απώλειας, ζημία, ...
- лейка στα ελληνικά - πασπαλίζω, ραντίζω, πασπάλισμα, αδιάβροχος, ραντιστήρι, Leica, της Leica, ...
Τυχαίες λέξεις
Твердість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γρανίτης, ατσαλένιος, ρώμη, ουσία, χάλυβας, ατσάλι, σκληρότητα, σκληρότητας, σκληρότητας του, σκληρότητα του, η σκληρότητα
Μεταφράσεις: γρανίτης, ατσαλένιος, ρώμη, ουσία, χάλυβας, ατσάλι, σκληρότητα, σκληρότητας, σκληρότητας του, σκληρότητα του, η σκληρότητα