Ατσαλένιος στα ουκρανικά
Μετάφραση: ατσαλένιος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сталь, стальний, кресало, твердість, сталевий
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατσαλένιος
πο ατσαλένιος, ατσαλένιος - τράχωνες, ατσαλένιος αετός, ατσαλένιος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ατσαλένιος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ατροφία στα ουκρανικά - розморювати, атрофія
- ατσάλι στα ουκρανικά - кресало, стальний, твердість, сталь, сталевий
- ατυχής στα ουκρανικά - нещасний, нещасна, нещасливий
- ατυχία στα ουκρανικά - горе, біда, збентежувати, нездужання, страждання, лихо
Τυχαίες λέξεις
Ατσαλένιος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сталь, стальний, кресало, твердість, сталевий
Μεταφράσεις: сталь, стальний, кресало, твердість, сталевий