Тиснення στα ελληνικά
Μετάφραση: тиснення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγχος, στρες, εργαλείο, τονίζω, τόνος, πίεση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абрикос στα ελληνικά - βερίκοκο, βερίκοκου, βερίκοκων, βερίκοκα, βερύκοκο
- енергії στα ελληνικά - ενθουσιασμένος, ενέργεια, Ενέργειας, Ενεργειακή, Energy, Ενεργειακής
- залагодити στα ελληνικά - εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- зобов'язуючий στα ελληνικά - υποχρεωτικός, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
Τυχαίες λέξεις
Тиснення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγχος, στρες, εργαλείο, τονίζω, τόνος, πίεση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του
Μεταφράσεις: άγχος, στρες, εργαλείο, τονίζω, τόνος, πίεση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του