Тихий στα ελληνικά
Μετάφραση: тихий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατάραχος, γαλήνιος, στόμα, ειρηνικός, ήρεμος, στόμιο, ακίνητος, νηνεμία, ήσυχα, ησυχία, ήσυχη, ήσυχο, ήσυχες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атеїст στα ελληνικά - άθεος, αθεϊστής, άθεο, αθεϊστική, αθεϊστή
- бойкот στα ελληνικά - μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
- борсатись στα ελληνικά - παραπαίω, παραδέρνω, πλευρονήκτης, χωματίδα, καλκάνι, αφορά τη χωματίδα, τη χωματίδα
- конус στα ελληνικά - κώνος, κώνου, κώνο, του κώνου, κωνικό
Τυχαίες λέξεις
Тихий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατάραχος, γαλήνιος, στόμα, ειρηνικός, ήρεμος, στόμιο, ακίνητος, νηνεμία, ήσυχα, ησυχία, ήσυχη, ήσυχο, ήσυχες
Μεταφράσεις: ατάραχος, γαλήνιος, στόμα, ειρηνικός, ήρεμος, στόμιο, ακίνητος, νηνεμία, ήσυχα, ησυχία, ήσυχη, ήσυχο, ήσυχες