Στόμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: στόμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тихий, мишачий, боязкий, рот, рота
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στόμα
στόμα του λύκου, στόμα με στόμα, στόμα ραψε, στόμα στεγνό, στόμα γεμάτο χώμα, στόμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στόμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στόκος στα ουκρανικά - удари, шпаклівка, шпаклювання, шпатльовка, шпатлевка, шпатлівка
- στόλος στα ουκρανικά - швидкий, минати, бистрий, флотилія, флот
- στόμιο στα ουκρανικά - боязкий, прохід, тихий, мишачий, гирло, проходе, усті, ...
- στόχος στα ουκρανικά - завдання, прицільний, мішень, мета, ціль, мету, меті, ...
Τυχαίες λέξεις
Στόμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тихий, мишачий, боязкий, рот, рота
Μεταφράσεις: тихий, мишачий, боязкий, рот, рота