Уділ στα ελληνικά

Μετάφραση: уділ, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεπρωμένο, ειμαρμένη, μοίρα, apanage
Уділ στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безкарність στα ελληνικά - ατιμωρησία, ατιμωρησίας, της ατιμωρησίας, την ατιμωρησία, η ατιμωρησία
  • в'янення στα ελληνικά - ξεθώριασμα, το ξεθώριασμα, στο ξεθώριασμα, εξασθένιση, διαλείψεων
  • готель στα ελληνικά - ξενοδοχείο, ξενοδοχείου, το ξενοδοχείο, του ξενοδοχείου, ξενοδοχείων
  • замірок στα ελληνικά - zamirok
Τυχαίες λέξεις
Уділ στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεπρωμένο, ειμαρμένη, μοίρα, apanage