Уповноважити στα ελληνικά
Μετάφραση: уповноважити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аура στα ελληνικά - φωτοστέφανο, αύρα, αύρας, την αύρα, αίγλη, aura
- виправдання στα ελληνικά - εξήγηση, αθώωση, απαλλαγή, άφεση, συγνώμη, αιτιολόγηση, δικαιολογία, ...
- естафета στα ελληνικά - σκυτάλη, αναμετάδοση, ρελέ, αναμετάδοσης, του ρελέ, ηλεκτρονόμου
- математика στα ελληνικά - μαθηματικά, μαθηματικών, τα μαθηματικά, των μαθηματικών
Τυχαίες λέξεις
Уповноважити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν