Усиновити στα ελληνικά
Μετάφραση: усиновити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υιοθετώ, αποδέχομαι, υιοθετήσουν, εγκρίνει, να εγκρίνει, υιοθετούν, υιοθετήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вирішений στα ελληνικά - επιλυθεί, επιλυθούν, επιλύονται, λυθεί, επίλυση
- відстань στα ελληνικά - απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
- заборону στα ελληνικά - απαγόρευση, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
- змагайтеся στα ελληνικά - παραβγαίνω, συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι, μιμούμαι, Ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Усиновити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υιοθετώ, αποδέχομαι, υιοθετήσουν, εγκρίνει, να εγκρίνει, υιοθετούν, υιοθετήσει
Μεταφράσεις: υιοθετώ, αποδέχομαι, υιοθετήσουν, εγκρίνει, να εγκρίνει, υιοθετούν, υιοθετήσει