Церковний στα ελληνικά
Μετάφραση: церковний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκλησία, εκκλησίας, ναός, ναού, ναό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- величатись στα ελληνικά - υποθέτω, velychatys
- директор στα ελληνικά - ράμφος, σκηνοθέτης, διευθυντής, διευθυντή, σκηνοθέτη, διευθύντρια
- звинувачувальний στα ελληνικά - αδιαφορία, ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
- карти στα ελληνικά - νύχι, κάρτες, καρτών, φύλλα, τις κάρτες, χαρτιά
Τυχαίες λέξεις
Церковний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκλησία, εκκλησίας, ναός, ναού, ναό
Μεταφράσεις: εκκλησία, εκκλησίας, ναός, ναού, ναό