Частка στα ελληνικά

Μετάφραση: частка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποσοστό, φίμωτρο, μοιράζω, σωμάτιο, σωματίδιο, περίπτωση, μοιράζομαι, κύτταρο, μόριο, παράδειγμα, κλήρος, κλάσμα, κλάσματος, μέρος, τμήμα, κλάσμα που
Частка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • валок στα ελληνικά - κύλινδρος, μυγοσκοτώστρα, δρεπάνια, λωρίδα αυτή, swath, σειρά θερισμού
  • гарантія στα ελληνικά - περιφρουρώ, εγγυώμαι, εγγύηση, αντίκρισμα, διασφαλίζω, κατοχυρώνω, εχέγγυο, ...
  • дифтерія στα ελληνικά - διφθερίτιδα, διφθερίτιδας, της διφθερίτιδας, διφθερίτιδος, της διφθερίτιδος
  • меломан στα ελληνικά - φιλαρμονικός, melomaniac
Τυχαίες λέξεις
Частка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποσοστό, φίμωτρο, μοιράζω, σωμάτιο, σωματίδιο, περίπτωση, μοιράζομαι, κύτταρο, μόριο, παράδειγμα, κλήρος, κλάσμα, κλάσματος, μέρος, τμήμα, κλάσμα που