Швидкий στα ελληνικά
Μετάφραση: швидкий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στόλος, άπταιστος, κηλίδα, εσπευσμένος, βιαστικός, νηοπομπή, πτητικός, γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχείας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безпристрасний στα ελληνικά - ατάραχος, απαθής, την απάθεια, μια απαθή, απάθεια που, απαθή
- здавати στα ελληνικά - σπάζω, τέλος, θάνατος, τερματισμός, διάλειμμα, διάλλειμα, αντεπίθεση, ...
- знизитись στα ελληνικά - μείωση, πτώση, παρακμή, υποχώρηση, παρακμής
- культивувати στα ελληνικά - μεγαλώνω, αυξάνομαι, καλλιεργώ, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε
Τυχαίες λέξεις
Швидкий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στόλος, άπταιστος, κηλίδα, εσπευσμένος, βιαστικός, νηοπομπή, πτητικός, γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχείας
Μεταφράσεις: στόλος, άπταιστος, κηλίδα, εσπευσμένος, βιαστικός, νηοπομπή, πτητικός, γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχείας