Широко στα ελληνικά

Μετάφραση: широко, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαρδαίνω, ελεύθερα, εκτεταμένα, διευρύνω, γενικά, πλαταίνω, απεριόριστα, ευρέως, ευρύτερα, πολύ, ευρεία, μεγάλο βαθμό
Широко στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бекати στα ελληνικά - βελάζω, βέλασμα, ΒΑΑ, BAA, της BAA, η ΒΑΑ
  • доречність στα ελληνικά - ταλέντο, ικανότητα, προτέρημα, καταλληλότητα, κλίση, σχετικός, συνάφεια, ...
  • консервований στα ελληνικά - αγγειοπλάστης, κονσερβοποιημένος, κονσέρβες, κονσερβοποιημένα, σε κονσέρβες, κονσέρβα
  • майбутнє στα ελληνικά - μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
Τυχαίες λέξεις
Широко στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαρδαίνω, ελεύθερα, εκτεταμένα, διευρύνω, γενικά, πλαταίνω, απεριόριστα, ευρέως, ευρύτερα, πολύ, ευρεία, μεγάλο βαθμό