Απεριόριστα στα ουκρανικά
Μετάφραση: απεριόριστα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вільно, широко, рясно, широко-широко, необмежений, необмежене
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεριόριστα
απεριόριστα 35, απεριόριστα cosmote, απεριόριστα κινητά, απεριόριστα 25, απεριόριστα 65, απεριόριστα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απεριόριστα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- απεργοσπάστης στα ουκρανικά - стукач
- απεριποίητος στα ουκρανικά - неохайний, задушливий, нечесаний, затхлий, неохайного, неопрятний, неохайна
- απεριόριστος στα ουκρανικά - безмежний, необмежений, необмежене
- απεσταλμένος στα ουκρανικά - кореспондентський, кореспондент, посланник, посланець, посол
Τυχαίες λέξεις
Απεριόριστα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вільно, широко, рясно, широко-широко, необмежений, необмежене
Μεταφράσεις: вільно, широко, рясно, широко-широко, необмежений, необмежене