Широко-широко στα ελληνικά
Μετάφραση: широко-широко, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτεταμένα, απεριόριστα, ελεύθερα, γενικά, ευρέως, ευρύτερα, πολύ, ευρεία, μεγάλο βαθμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- динамізм στα ελληνικά - δυναμισμός, δυναμισμό, δυναμισμού, δυναμική, το δυναμισμό
- лишок στα ελληνικά - πλεόνασμα, περίσσευμα, πλεονάσματος, πλεονασματική, πλεονάσματα, πλεονασμάτων
- мандрувати στα ελληνικά - αλήτης, αγύρτης, ταξιδεύω, μόρτης, ταξίδι, ταξιδιωτική, ταξίδια, ...
- матриці στα ελληνικά - μήτρα, μήτρας, πίνακα, πλέγμα, πλέγματος
Τυχαίες λέξεις
Широко-широко στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτεταμένα, απεριόριστα, ελεύθερα, γενικά, ευρέως, ευρύτερα, πολύ, ευρεία, μεγάλο βαθμό
Μεταφράσεις: εκτεταμένα, απεριόριστα, ελεύθερα, γενικά, ευρέως, ευρύτερα, πολύ, ευρεία, μεγάλο βαθμό