Anachoreta στα ελληνικά
Μετάφραση: anachoreta, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασκητής, ερημίτης, αναχωρήτης, αναχωρητή, αναχωρητής, ασκητή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anabaptysta στα ελληνικά - Αναβαπτιστών, των Αναβαπτιστών
- anabolizm στα ελληνικά - αναβολισμός, αναβολισμό, αναβολισμού, τον αναβολισμό, του αναβολισμού
- anachroniczność στα ελληνικά - αναχρονισμός, αναχρονισμό, αναχρονιστικό, αναχρονιστική, αναχρονισμού
- anachroniczny στα ελληνικά - αναχρονιστικός, αναχρονιστική, αναχρονιστικό, αναχρονιστικές, αναχρονιστικών
Τυχαίες λέξεις
Anachoreta στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασκητής, ερημίτης, αναχωρήτης, αναχωρητή, αναχωρητής, ασκητή
Μεταφράσεις: ασκητής, ερημίτης, αναχωρήτης, αναχωρητή, αναχωρητής, ασκητή