Bąkać στα ελληνικά
Μετάφραση: bąkać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουρμουρίζω, χείλος, χείλους, χείλη, χειλιών, lip
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bąk στα ελληνικά - αεράκι, κορυφή, αύρα, είδος ερωδίου, Bittern, ήταυρος, τρανομουγκάνα, ...
- bąkanie στα ελληνικά - τραυλίζω, ψελλίζω
- bęben στα ελληνικά - τύμπανο, τυμπάνου, το τύμπανο, του τυμπάνου, τύμπανου
- bębenek στα ελληνικά - τύμπανο, βαρέλι, κύλινδρος, κυλίνδρου, κύλινδρο, κυλίνδρων, του κυλίνδρου
Τυχαίες λέξεις
Bąkać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, χείλος, χείλους, χείλη, χειλιών, lip
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, χείλος, χείλους, χείλη, χειλιών, lip