Bławatek στα ελληνικά

Μετάφραση: bławatek, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπουκάλι, εμφιαλώνω, κρεατόμυγα
Bławatek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • błahy στα ελληνικά - θίγω, ελαφρόμυαλος, προσβάλλω, ασήμαντος, μικρός, ελαφρύς, μικροπρεπής, ...
  • błam στα ελληνικά - υφή, BLAM, ΒΕΑΜ
  • bławatkowy στα ελληνικά - μπλε
  • bławatnik στα ελληνικά - υφασματέμπορος μεταξιού, Mercer, της Mercer, υφασματεμπόρων
Τυχαίες λέξεις
Bławatek στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπουκάλι, εμφιαλώνω, κρεατόμυγα