Bezbronny στα ελληνικά
Μετάφραση: bezbronny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφοπλισμένος, άοπλος, ευάλωτος, ανυπεράσπιστος, ανίκανος, ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezbramkowy στα ελληνικά - άσκοπος, λευκή, goalless, χωρίς γκολ, είχαμε γκολ
- bezbronność στα ελληνικά - τρωτό, ευπάθεια, ευπάθειας, θέμα ευπάθειας, τρωτότητας
- bezbrzeżny στα ελληνικά - απεριόριστος, απέραντος, απεριόριστη, απέραντη, απέραντο
- bezbłędnie στα ελληνικά - άψογα, αλάνθαστα, χωρίς παρατυπίες, άσφαλτα, άψογα σε
Τυχαίες λέξεις
Bezbronny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφοπλισμένος, άοπλος, ευάλωτος, ανυπεράσπιστος, ανίκανος, ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
Μεταφράσεις: αφοπλισμένος, άοπλος, ευάλωτος, ανυπεράσπιστος, ανίκανος, ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο