Ευάλωτος στα πολωνικά

Μετάφραση: ευάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezbronny, czuły, odsłonięty, wrażliwy, narażone, podatne, podatny, wrażliwe
Ευάλωτος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευάλωτος

ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτος λεξικό γλώσσας πολωνικά, ευάλωτος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ετυμολογία στα πολωνικά - etymologia, źródłosłów, etymologii, etymology, etymologię
  • ευάερος στα πολωνικά - lekki, próżny, beztroski, zwiewny, lekkomyślny, powietrzny, przewiewny, ...
  • ευάρεστος στα πολωνικά - przyjemny, zgodny, wygodny, miły, niekłótliwy, sympatyczny, przyjemne
  • ευέξαπτος στα πολωνικά - wrażliwy, pobudliwy, gniewliwy, popędliwy, drażliwy, gniewny, wybuchowy, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευάλωτος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: bezbronny, czuły, odsłonięty, wrażliwy, narażone, podatne, podatny, wrażliwe