Αφοπλισμένος στα πολωνικά

Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezrogi, nieuzbrojony, bezbronny, rozbrojony, rozbrojona, rozbrojone, rozbroił, rozbrojeni
Αφοπλισμένος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος

αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, αφοπλισμένος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αφιλόξενος στα πολωνικά - nieprzyjazny, niegościnny, niegościnna, niegościnne, niegościnnym
  • αφομοίωση στα πολωνικά - asymilacja, upodobnienie, przyswojenie, wdrażanie, przyswajanie, asymilacji
  • αφοπλισμός στα πολωνικά - rozbrojenie, rozbrojenia, rozbrojeniu, rozbrojeniem, rzecz rozbrojenia
  • αφορίζω στα πολωνικά - wykląć, wyklinać, ekskomunikować, przeklinać, ekskomuniki, excommunicate, ekskomunikował
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: bezrogi, nieuzbrojony, bezbronny, rozbrojony, rozbrojona, rozbrojone, rozbroił, rozbrojeni