Bezwolny στα ελληνικά
Μετάφραση: bezwolny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούσιος, παθητικός, αδρανής, παθητική, παθητικής, παθητικό, παθητικά
Μεταφράσεις
- bezwodny στα ελληνικά - άνυδρος, άνυδρο, ανύδρου, άνυδρου, άνυδρη
- bezwolność στα ελληνικά - αδράνεια, αδράνειας, αδρανείας, την αδράνεια, της αδράνειας
- bezwonny στα ελληνικά - άοσμος, άοσμο, άοσμη, άοσμα, άοσμοι
- bezwstyd στα ελληνικά - αναίδεια, θράσος, απρέπεια, ακοσμία, άσεμνο
Τυχαίες λέξεις
Bezwolny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούσιος, παθητικός, αδρανής, παθητική, παθητικής, παθητικό, παθητικά
Μεταφράσεις: ακούσιος, παθητικός, αδρανής, παθητική, παθητικής, παθητικό, παθητικά