Bezwstydny στα ελληνικά
Μετάφραση: bezwstydny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθμός, ασελγής, ασύστολος, ξετσίπωτος, αδιάντροπος, κατατάσσω, βαθμολογώ, βαθμίδα, αναίσχυντος, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ξεδιάντροπο, την ξεδιάντροπη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezwstydnie στα ελληνικά - ασύστολα, αναίσχυντα, αναισχύντως, ξεδιάντροπα, αδιάντροπα, χωρίς αιδώ
- bezwstydnik στα ελληνικά - άσεμνα, πρόστυχα, άσεμνης, χυδαία, της- άσεμνη
- bezwymiarowy στα ελληνικά - αδιάστατος, αδιάστατη, αδιάστατοι, αδιάστατες, αδιάστατο
- bezwyrazowy στα ελληνικά - ανέκφραστα, ανέκφραστο, ανέκφραστος, ανέκφραστη, expressionless
Τυχαίες λέξεις
Bezwstydny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθμός, ασελγής, ασύστολος, ξετσίπωτος, αδιάντροπος, κατατάσσω, βαθμολογώ, βαθμίδα, αναίσχυντος, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ξεδιάντροπο, την ξεδιάντροπη
Μεταφράσεις: βαθμός, ασελγής, ασύστολος, ξετσίπωτος, αδιάντροπος, κατατάσσω, βαθμολογώ, βαθμίδα, αναίσχυντος, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ξεδιάντροπο, την ξεδιάντροπη