Broń στα ελληνικά

Μετάφραση: broń, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όπλα, όπλο, καραμπίνα, χέρι, πιστόλι, μπράτσο, όπλου, όπλων, το όπλο
Broń στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • browarnictwo στα ελληνικά - ζυθοποιία, ζυθοποιίας, παρασκευής, βρασμού, της ζυθοποιίας
  • browning στα ελληνικά - Browning, αμαύρωση, Μπράουνινγκ, αμαύρωσης, ο Browning
  • bruceloza στα ελληνικά - βρουκέλλωση, τη βρουκέλλωση, τη βρουκέλωση, βρουκέλλωσης των, βρουκέλλωση των
  • brud στα ελληνικά - μουρνταριά, κακομοιριά, μαγαρίζω, βρομιά, βόρβορος, κοπριά, βρωμιά, ...
Τυχαίες λέξεις
Broń στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όπλα, όπλο, καραμπίνα, χέρι, πιστόλι, μπράτσο, όπλου, όπλων, το όπλο