Πιστόλι στα πολωνικά

Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karabin, broń, sztucer, pistolet, strzelba, armata, działo, spluwanie, armatka, gun, pistoletu
Πιστόλι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιστόλι

πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας πολωνικά, πιστόλι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • πιστοποιώ στα πολωνικά - uwiarygodniać, potwierdzać, zalegalizować, poświadczać, uwierzytelnić, uwiarygodnić, legalizować, ...
  • πιστωτής στα πολωνικά - kredytodawca, wierzyciel, wierzyciela, wierzycielem, wierzycielowi
  • πιστόνι στα πολωνικά - prasa, recenzja, tłok, tłoczek, tłoka, tłokowe, tłokowy
  • πιστός στα πολωνικά - dokładny, bogobojny, szczery, wierny, pobożny, gorliwy, prawomyślny, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: karabin, broń, sztucer, pistolet, strzelba, armata, działo, spluwanie, armatka, gun, pistoletu