Cło στα ελληνικά
Μετάφραση: cło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβληματίζω, δασμοί, φόρος, έθιμα, τιμολόγιο, τελωνείο, φορολογώ, διόδια, έθιμο, δασμολόγιο, καθήκον, δασμός, δασμού, δασμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cętkowany στα ελληνικά - στίγματα, εντόπισε, εντοπίσει, εντοπίστηκε, spotted
- cętkować στα ελληνικά - σημαδάκι, κηλίδα, στίγμα, κηλίδων, των κηλίδων
- dach στα ελληνικά - οροφή, ταράτσα, σκεπή, στέγη, οροφής, στέγης, στεγών
- dacharz στα ελληνικά - στεγαστής, roofer, κεραμιδάδες, τεχνίτης στέγης, roofer που
Τυχαίες λέξεις
Cło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβληματίζω, δασμοί, φόρος, έθιμα, τιμολόγιο, τελωνείο, φορολογώ, διόδια, έθιμο, δασμολόγιο, καθήκον, δασμός, δασμού, δασμό
Μεταφράσεις: προβληματίζω, δασμοί, φόρος, έθιμα, τιμολόγιο, τελωνείο, φορολογώ, διόδια, έθιμο, δασμολόγιο, καθήκον, δασμός, δασμού, δασμό