Δασμολόγιο στα πολωνικά
Μετάφραση: δασμολόγιο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
taryfa, cło, taryfowanie, taryfikator, taryfowe, taryfowy, taryfy, taryfowa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δασμολόγιο
ελληνικό δασμολόγιο, δασμολόγιο 2014, δασμολόγιο 2012, κοινοτικό δασμολόγιο, δασμολόγιο 2013, δασμολόγιο λεξικό γλώσσας πολωνικά, δασμολόγιο στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- δασκάλα στα πολωνικά - bakałarz, docent, wychowawca, belfer, nauczyciel, nauczycielka, nauczycielem, ...
- δασμοί στα πολωνικά - dług, dyżur, cło, służba, obowiązek, obciążenie, obowiązki, ...
- δασοκομία στα πολωνικά - leśnictwo, leśne, leśnictwa, lasu, leśnej
- δασολογία στα πολωνικά - leśnictwo, leśne, leśnictwa, lasu, leśnej
Τυχαίες λέξεις
Δασμολόγιο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: taryfa, cło, taryfowanie, taryfikator, taryfowe, taryfowy, taryfy, taryfowa
Μεταφράσεις: taryfa, cło, taryfowanie, taryfikator, taryfowe, taryfowy, taryfy, taryfowa