Cały στα ελληνικά

Μετάφραση: cały, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακέραιος, άρτιος, ολόκληρος, όλα, όλες, όλοι, όλων, όλους
Cały στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • całun στα ελληνικά - σάβανο, κάλυμμα, σινδόνη, πέπλο, προεντατήρα
  • całus στα ελληνικά - φιλί, φιλώ, φίλημα, το φιλί, φιλί για, kiss
  • ceber στα ελληνικά - κουβάς, κουκούλα, κάλυμμα, καλύμματος, καλύπτρα, καλύπτρας
  • cebrzyk στα ελληνικά - εξοπλισμός, κιτ, σετ, kit, πακέτο, του κιτ
Τυχαίες λέξεις
Cały στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακέραιος, άρτιος, ολόκληρος, όλα, όλες, όλοι, όλων, όλους