Chwytak στα ελληνικά
Μετάφραση: chwytak, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιάνω, δραστηριοποιούμαι, αρπάζω, παλεύω, αρπάζομαι, απομόνωση, κλώσημα, αρπάζων, πιάνων, αρπαγέα, grasper, αρπαγής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chwyt στα ελληνικά - αμπάρι, παλεύω, λαβή, δάγκωμα, δείκτης, απομόνωση, χερούλι, ...
- chwytacz στα ελληνικά - κράτημα, πιάνω, λαβή, πιάσιμο, πρόσφυση, λαβής
- chwytanie στα ελληνικά - αιχμαλωτίζω, αιχμαλωσία, πιάσιμο, κατανόηση, αντίληψη, έλεγχό, κρατάτε
- chwytać στα ελληνικά - σφίγγω, αμπάρι, κρατώ, πιάνω, τσίμπημα, δάγκωμα, δραστηριοποιούμαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Chwytak στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιάνω, δραστηριοποιούμαι, αρπάζω, παλεύω, αρπάζομαι, απομόνωση, κλώσημα, αρπάζων, πιάνων, αρπαγέα, grasper, αρπαγής
Μεταφράσεις: πιάνω, δραστηριοποιούμαι, αρπάζω, παλεύω, αρπάζομαι, απομόνωση, κλώσημα, αρπάζων, πιάνων, αρπαγέα, grasper, αρπαγής