Ciągły στα ελληνικά

Μετάφραση: ciągły, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχής, παντοτινός, ωριαίος, αδιάκοπος, συνεπής, ενδελεχής, σταθερός, μόνιμος, συνεχή, συνεχούς, συνεχείς, συνεχές
Ciągły στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ciągnąć στα ελληνικά - τραβώ, τράβηγμα, σέρνω, μαδώ, έλξη, τραβήξτε, τραβήξει, ...
  • ciągłość στα ελληνικά - ενδελέχεια, ειρμός, συνέχεια, συνέχειας, τη συνέχεια, η συνέχεια, συνέχιση
  • ciąć στα ελληνικά - κόψιμο, κουρεύω, πόρπη, αποφάγια, κοπή, συνδετήρας, ψαλιδίζω, ...
  • ciąża στα ελληνικά - εγκυμοσύνη, κύηση, κυοφορία, εγκυμοσύνης, της εγκυμοσύνης, κύησης
Τυχαίες λέξεις
Ciągły στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχής, παντοτινός, ωριαίος, αδιάκοπος, συνεπής, ενδελεχής, σταθερός, μόνιμος, συνεχή, συνεχούς, συνεχείς, συνεχές