Ωριαίος στα πολωνικά

Μετάφραση: ωριαίος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cogodzinny, godzinowy, ciągły, co godzinę, godzinowa, godzinowe
Ωριαίος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριαίος

ωριαίοσ κύκλοσ, ωριαίος χάρτης, ωριαίος λεξικό γλώσσας πολωνικά, ωριαίος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ωραία στα πολωνικά - miło, elegancko, przyjemnie, grzecznie, uprzejmie, ładnie, sympatycznie, ...
  • ωραίος στα πολωνικά - okazały, subtelny, wspaniały, przyjemny, sympatyczny, ładny, delikatny, ...
  • ωριμάζω στα πολωνικά - dojrzeć, dojrzały, wydorośleć, dojrzewać, odstawać, starsze, dojrzałe, ...
  • ωριμότητα στα πολωνικά - dorosłość, płatność, dojrzałość, termin płatności, zapadalności, dojrzałości, termin zapadalności
Τυχαίες λέξεις
Ωριαίος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: cogodzinny, godzinowy, ciągły, co godzinę, godzinowa, godzinowe