Dola στα ελληνικά

Μετάφραση: dola, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευτυχία, μοίρα, πεπρωμένο, κλήρος, μοιράζομαι, μοιράζω, ειμαρμένη, τύχη, τύχης, την τύχη, τη μοίρα
Dola στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dokładność στα ελληνικά - ακριβολογία, ακρίβεια, πιστότητα, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβεια
  • dokładny στα ελληνικά - κοντά, αυστηρός, πιστός, σχολαστικός, εξονυχιστικός, ακριβολόγος, σαφής, ...
  • dolar στα ελληνικά - δολάριο, δολαρίου, δολάρια, δολαρίων, του δολαρίου
  • dolatywać στα ελληνικά - έρχομαι, χτύπημα, το χτύπημα, χτυπώντας, χτυπήσει, να χτυπήσει
Τυχαίες λέξεις
Dola στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευτυχία, μοίρα, πεπρωμένο, κλήρος, μοιράζομαι, μοιράζω, ειμαρμένη, τύχη, τύχης, την τύχη, τη μοίρα