Dopływ στα ελληνικά

Μετάφραση: dopływ, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομολογία, παροχή, παραδοχή, προμήθεια, εύπορος, είσοδος, παρέχω, ροή, ρέω, χορήγηση, εισροή, παραπόταμος, παραπόταμο, παραπόταμου, παραποτάμου, υποτελής
Dopływ στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dopłacić στα ελληνικά - πληρώνω, πληρωμή, πληρώσουν επιπλέον, πληρώσει επιπλέον, να πληρώσει επιπλέον, πληρώσετε επιπλέον, πληρώνουν επιπλέον
  • dopłata στα ελληνικά - προσαύξηση, επιβάρυνση, επιπλέον χρέωση, με επιπλέον χρέωση, χρέωση
  • dorabiać στα ελληνικά - αντικαθιστώ, σεληνόφωτο, σεληνόφως, φως του φεγγαριού, φεγγαρόφωτο, φεγγαριού
  • dorada στα ελληνικά - Dorada, Ντοράδα
Τυχαίες λέξεις
Dopływ στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομολογία, παροχή, παραδοχή, προμήθεια, εύπορος, είσοδος, παρέχω, ροή, ρέω, χορήγηση, εισροή, παραπόταμος, παραπόταμο, παραπόταμου, παραποτάμου, υποτελής