Εισροή στα πολωνικά
Μετάφραση: εισροή, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
napływ, dopływ, wpływanie, ujście, napływu, wpływy, dopływu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισροή
εισροή συνώνυμο, εισροή ορισμός, εισροή λεξικό, εισροή νερού στα φράγματα, εισροή λεξικό γλώσσας πολωνικά, εισροή στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- εισπνέω στα πολωνικά - inhalować, wdychać, wdech, wdychac, wdychania
- εισπνοή στα πολωνικά - wdychanie, wdech, wziewanie, inhalacja, wdychaniu, drogi oddechowe
- εισχωρώ στα πολωνικά - przenikać, infiltrować, przesączać, penetrować, wnikać, przebić, spenetrować
- εισόδημα στα πολωνικά - przychód, dochód, wpływy, dochody, przychody
Τυχαίες λέξεις
Εισροή στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: napływ, dopływ, wpływanie, ujście, napływu, wpływy, dopływu
Μεταφράσεις: napływ, dopływ, wpływanie, ujście, napływu, wpływy, dopływu