Drażliwość στα ελληνικά

Μετάφραση: drażliwość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευαισθησία, ευερεθιστότητα, οξυθυμία, ερεθιστικότητα, ευερεθιστότητας, ευερεθιστικότητα
Drażliwość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • draśnięcie στα ελληνικά - ξύνω, γρατσουνίζω, γρατσουνιά, αμυχή, ξύστε, ξύσιμο, ξύνουν, ...
  • drażetka στα ελληνικά - χάπι, χαπιού, χαπιών, το χάπι, χάπια
  • drażliwy στα ελληνικά - εύθικτος, ολισθηρός, ευπαθής, πικρόχολος, γλιστερός, επιδεικτικός, ευαίσθητος, ...
  • drażnienie στα ελληνικά - ερεθισμός, ερεθισμό, ερεθισμού, ερεθισμό του, τον ερεθισμό
Τυχαίες λέξεις
Drażliwość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευαισθησία, ευερεθιστότητα, οξυθυμία, ερεθιστικότητα, ευερεθιστότητας, ευερεθιστικότητα